- βίης
- βίαbodily strengthfem gen sg (epic ionic)βιάωconstrainpres ind act 2nd sgβιάωconstrainimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παντοβίης — ό, Α αυτός που καταβάλλει τους πάντες, που νικά τους πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + βίης (< βία), πρβλ. δεινο βίης] … Dictionary of Greek
ευνέτης — εὐνέτης, ὁ, θηλ. εὐνέτις, ιδος (ΑΜ) [ευνή] ευναστήρ*, σύζυγος («ἐστὲ γὰρ οὐ πειθοῡς εὐνέται, ἀλλὰ βίης», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek